Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Δαμασκῷ — Δαμασκός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμασκῶι — Δαμασκῷ , Δαμασκός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)